παντόφλα: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(30)
 
mNo edit summary
Line 2: Line 2:
|mltxt=και [[παντούφλα]], η<br />[[πρόχειρο]] [[υπόδημα]], μαλακό και άνετο, που φοριέται [[μέσα]] στο [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pantofola</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>παντό</i>-<i>φελλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> [[φελλός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προήλθε από τον τ. <i>πατόφελλος</i>»<i>με</i> πάτο από φελλό». Ο τ. [[παντούφλα]] <span style="color: red;"><</span> πιθ. από το γαλλ. <i>pantoufle</i>].
|mltxt=και [[παντούφλα]], η<br />[[πρόχειρο]] [[υπόδημα]], μαλακό και άνετο, που φοριέται [[μέσα]] στο [[σπίτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>pantofola</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. <i>παντό</i>-<i>φελλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> [[φελλός]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προήλθε από τον τ. <i>πατόφελλος</i>»<i>με</i> πάτο από φελλό». Ο τ. [[παντούφλα]] <span style="color: red;"><</span> πιθ. από το γαλλ. <i>pantoufle</i>].
}}
}}
v

Revision as of 17:10, 10 February 2023

Greek Monolingual

και παντούφλα, η
πρόχειρο υπόδημα, μαλακό και άνετο, που φοριέται μέσα στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pantofola < ελλ. παντό-φελλος (< παντο- + φελλός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τον τ. πατόφελλος»με πάτο από φελλό». Ο τ. παντούφλα < πιθ. από το γαλλ. pantoufle].

v