παπουτσήδικο: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(30) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παπουτσίδικο και παπουτσάδικο, το<br />[[εργαστήριο]] ή [[εργοστάσιο]] κατασκευής [[υποδημάτων]] ή [[κατάστημα]] όπου πωλούνται υποδήματα, [[υποδηματοποιείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παπούτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήδικο</i> / -<i>άδικο</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=και παπουτσίδικο και παπουτσάδικο, το<br />[[εργαστήριο]] ή [[εργοστάσιο]] κατασκευής [[υποδημάτων]] ή [[κατάστημα]] όπου πωλούνται υποδήματα, [[υποδηματοποιείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παπούτσι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήδικο</i> / -<i>άδικο</i> (<b>πρβλ.</b> [[παλιατζήδικο]], [[βενζινάδικο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 8 May 2023
Greek Monolingual
και παπουτσίδικο και παπουτσάδικο, το
εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων ή κατάστημα όπου πωλούνται υποδήματα, υποδηματοποιείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παπούτσι + κατάλ. -ήδικο / -άδικο (πρβλ. παλιατζήδικο, βενζινάδικο)].