παρεμπλέκω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(31) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parempleko | |Transliteration C=parempleko | ||
|Beta Code=paremple/kw | |Beta Code=paremple/kw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[insert]] men in ranks, Ascl.<span class="title">Tact.</span>10.17 ; [[mingle]], τῷ ποτῷ τὴν τροφήν Orib. <span class="title">Fr.</span>41 :—Med., prob. in Phot. (<b class="b3">παρεπλεξάμην</b> cod.) : metaph., [[interweave]], <span class="bibl">Eust.2.2</span>, al. :—Pass., <b class="b2">to be blended with, contained in</b>, Diph. Siph. ap. <span class="bibl">Ath.2.57c</span> ; <b class="b2">to be involved</b>, Vett. Val.<span class="bibl">181.35</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:35, 28 June 2020
English (LSJ)
A insert men in ranks, Ascl.Tact.10.17 ; mingle, τῷ ποτῷ τὴν τροφήν Orib. Fr.41 :—Med., prob. in Phot. (παρεπλεξάμην cod.) : metaph., interweave, Eust.2.2, al. :—Pass., to be blended with, contained in, Diph. Siph. ap. Ath.2.57c ; to be involved, Vett. Val.181.35.
German (Pape)
[Seite 515] daneben, dazwischen einflechten, zumischen, Ath. II, 57 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεμπλέκω: ἐμπλέκω μετά τινος ἢ μεταξύ, Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι μεταξύ, Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
Greek Monolingual
Α εμπλέκω
1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων
2. μέσ. παρεμπλέκομαι
α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι
β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι
γ) εισάγω άνδρες στην τάξη του στρατεύματος
3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)
4. μτφ. ενυφαίνω («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», Ευστ.).