παρρησιαστής: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[παρρησιάζομαι]]<br />αυτός που μιλά με [[παρρησία]].
|mltxt=ὁ, Α [[παρρησιάζομαι]]<br />αυτός που μιλά με [[παρρησία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρρησιαστής:''' -οῦ, ὁ, [[ελεύθερος]] [[ομιλητής]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρρησιαστής Medium diacritics: παρρησιαστής Low diacritics: παρρησιαστής Capitals: ΠΑΡΡΗΣΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: parrēsiastḗs Transliteration B: parrēsiastēs Transliteration C: parrisiastis Beta Code: parrhsiasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A outspoken person, Arist.EN 1124b29, Phld.Lib.p.62 O. (pl.), D.S.14.5, Luc.Deor.Conc.3.

Greek (Liddell-Scott)

παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθέρως ὁμιλῶν, ἐλευθερόστομος ἄνθρωπος, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 3, 28, Διόδ. 14 .5, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησ. 3.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui parle franchement.
Étymologie: παρρησιάζομαι.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρρησιάζομαι
αυτός που μιλά με παρρησία.

Greek Monotonic

παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ελεύθερος ομιλητής, σε Αριστ.