πειθαρχώ: Difference between revisions
From LSJ
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
(31) |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ | |mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», <b>Κρατίν.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 25 March 2021
Greek Monolingual
πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ πείθαρχος
υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.)
(για πλοία) είμαι ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», Κρατίν.).