πελάθω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(31)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πελάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. [[παράλληλος]] τ. του [[πελάζω]] με [[επίθημα]] -<i>θω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλάθω]])].
|mltxt=Α<br />[[πελάζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητ. [[παράλληλος]] τ. του [[πελάζω]] με [[επίθημα]] -<i>θω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλάθω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελάθω:''' [ᾱ], ισοδ. του [[πελάζω]] (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. [[παρά]] Αριστοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελάθω Medium diacritics: πελάθω Low diacritics: πελάθω Capitals: ΠΕΛΑΘΩ
Transliteration A: peláthō Transliteration B: pelathō Transliteration C: pelatho Beta Code: pela/qw

English (LSJ)

[ᾰ], collat. form of πελάζω (intr.), only pres., used by Trag. in lyr. and anap., A.Fr.132, E.Rh.557, El.1293, cf. Ar. Th.58 (paratrag.).

German (Pape)

[Seite 549] att. intrans. Nebenform von πελάζω; Aesch. frg. 119; τί ποτ' οὐ πελάθει σκοπός, Eur. Rhes. 557; εἰς φθογγάς, El. 1293; οὐ πελάθεις ἐπ' ἀρωγάν, Ar. Ran. 1263.

Greek (Liddell-Scott)

πελάθω: [ᾰ], τύπος ἰσοδύναμος τῷ πελάζω (ἀμεταβ.), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131 (παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1277), Εὐρ. Ρῆσ. 556, Ἠλ. 1293, Ἀριστοφ. Θεσμ. 58.

Greek Monolingual

Α
πελάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. παράλληλος τ. του πελάζω με επίθημα -θω (πρβλ. πλάθω)].

Greek Monotonic

πελάθω: [ᾱ], ισοδ. του πελάζω (αμτβ.) μόνο στον ενεστ., σε Αισχύλ. παρά Αριστοφ., Ευρ.