σάραξ: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(13) |
(36) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sa/rac | |Beta Code=sa/rac | ||
|Definition=(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.12.<br /><span class="bld">σάραξ</span> (B), = <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">tinea</b>, Gloss.</span> | |Definition=(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.<span class="title">Mag.</span>1.12.<br /><span class="bld">σάραξ</span> (B), = <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">tinea</b>, Gloss.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ακος, ἡ, Α<br />[[δέρμα]] και, [[ιδίως]], [[ένδυμα]] μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («[[σάρακας]]... θηρείους ἐξ ὤμων [[ἄνωθεν]] ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).———————— <b>(II)</b><br />-ακος, ὁ, Α<br />ο [[σκόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. <span style="color: red;"><</span> <i>σήρ</i> «[[σκουλήκι]]», ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>saracco</i> «[[καταστρέφω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.Mag.1.12.
σάραξ (B), =
A tinea, Gloss.
Greek Monolingual
(I)
-ακος, ἡ, Α
δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).———————— (II)
-ακος, ὁ, Α
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ιταλ. saracco «καταστρέφω»].