περιαγνίζω: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[καθαρίζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγνίζω</i> «[[καθαρίζω]]»]. | |mltxt=Α<br />[[καθαρίζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγνίζω</i> «[[καθαρίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιαγνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξαγνίζω]] τα πάντα [[ολόγυρα]] μου, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A purify all round, τὰ ἱερὰ ὕδατι D.H.7.72, cf. Plu.2.974c ; δᾳδίοις τινά Luc.Nec.7, etc.
German (Pape)
[Seite 567] ringsum abwaschen oder reinigen; ὕδατι, D. Hal. 7, 72; Plut. de sol. anim. 20; δᾳδί, Luc. Necyom. 7.
Greek (Liddell-Scott)
περιαγνίζω: ἐξαγνίζω ὁλόγυρα, τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι Διον. Ἁλ. 7. 92, πρβλ. Πλούτ. 2. 974C· περιήγνισε δᾳδίοις καὶ σκίλλῃ Λουκ. Νεκυομ. 7, κτλ.
French (Bailly abrégé)
purifier tout autour.
Étymologie: περί, ἁγνίζω.
Greek Monolingual
Α
καθαρίζω κάτι ολόγυρα για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀγνίζω «καθαρίζω»].
Greek Monotonic
περιαγνίζω: μέλ. -σω, εξαγνίζω τα πάντα ολόγυρα μου, σε Λουκ.