περικατάληπτος: Difference between revisions
From LSJ
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[περικαταλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ανακαλύφθηκε. | |mltxt=-ον, Α [[περικαταλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ανακαλύφθηκε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικατάληπτος:''' окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A overtaken and surrounded, Philippid.24, D.S.2.50, etc.; by death, Phld.Mort.39. 2 detected, LXX 2 Ma.14.41, D.S.4.76, Theodor. ap. Stob.4.20.71.
German (Pape)
[Seite 579] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.
Greek (Liddell-Scott)
περικατάληπτος: -ον, καταληφθεὶς καὶ κυκλωθείς, Φιλιππίδης ἐν «Φιλευριπίδῃ» 3, Θεόδωρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34, Διόδ. 2. 50 κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α περικαταλαμβάνω
1. αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον
2. αυτός που ανακαλύφθηκε.
Russian (Dvoretsky)
περικατάληπτος: окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.