περιλαβεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(32)
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[είδος]] χειρουργικού εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>περι</i>-<i>λαβ</i>- του [[περιλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-<i>λαβ</i>-<i>εύς</i>, <i>κατα</i>-<i>λαβ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />[[είδος]] χειρουργικού εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>περι</i>-<i>λαβ</i>- του [[περιλαμβάνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> [[αναλαβεύς]], [[καταλαβεύς]])].
}}
}}

Revision as of 13:26, 26 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλᾰβεύς Medium diacritics: περιλαβεύς Low diacritics: περιλαβεύς Capitals: ΠΕΡΙΛΑΒΕΥΣ
Transliteration A: perilabeús Transliteration B: perilabeus Transliteration C: perilaveys Beta Code: perilabeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, a surgical instrument, Hermes38.283.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-λαβ- του περιλαμβάνω + κατάλ. -εύς (πρβλ. αναλαβεύς, καταλαβεύς)].