περιλαβεύς

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλᾰβεύς Medium diacritics: περιλαβεύς Low diacritics: περιλαβεύς Capitals: ΠΕΡΙΛΑΒΕΥΣ
Transliteration A: perilabeús Transliteration B: perilabeus Transliteration C: perilaveys Beta Code: perilabeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, a surgical instrument, Hermes38.283.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
είδος χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περι-λαβ- του περιλαμβάνω + κατάλ. -εύς (πρβλ. αναλαβεύς, καταλαβεύς)].