περίκυρτος: Difference between revisions
From LSJ
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[κυρτός]]<br />αυτός που [[είναι]] [[κυρτός]] από όλες τις πλευρές, ο εντελώς [[κυρτός]]. | |mltxt=-ον, Α [[κυρτός]]<br />αυτός που [[είναι]] [[κυρτός]] από όλες τις πλευρές, ο εντελώς [[κυρτός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίκυρτος:''' (отовсюду) выгнутый, выпуклый (τὸ [[ποτήριον]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A convex, S.E.M.7.307, Gal.18(1).787; τὸ π. [τῆς γαστρός] Ruf. Anat.40.
German (Pape)
[Seite 581] ringsherumgebogen, konvex, Sezt. Emp. adv. log. 1, 307 Ggstz von κοῖλος.
Greek (Liddell-Scott)
περίκυρτος: -ον, κυρτὸς ὁλόγυρα, Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 307, Γαλην.
Greek Monolingual
-ον, Α κυρτός
αυτός που είναι κυρτός από όλες τις πλευρές, ο εντελώς κυρτός.
Russian (Dvoretsky)
περίκυρτος: (отовсюду) выгнутый, выпуклый (τὸ ποτήριον Sext.).