ποικιλόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(33) |
(6) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br />(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό [[τρίχωμα]] ή [[φτέρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-[[θριξ]])]. | |mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br />(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό [[τρίχωμα]] ή [[φτέρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-[[θριξ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποικῐλόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[τρίχωμα]] με βούλες, [[κατάστικτος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 650] mit buntem Haare; νεβρός, Eur. Alc. 583; auch ποικιλοτρίχων οἰωνῶν, Plut. adv. stoic. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρίχα ποικίλην ἢ δέρμα κατάστικτον, νεβρὸς Εὐρ. Ἄλκ. 584˙ ἐπὶ πτηνῶν, Πλούτ. 2. 1067Ε.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
1 au poil tacheté;
2 aux plumes tachetées.
Étymologie: ποικίλος, θρίξ.
Greek Monolingual
-τριχος, ὁ, ἡ, Α
(για ζώα και για πτηνά) αυτός που έχει ποικιλόχρωμο, παρδαλό τρίχωμα ή φτέρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρίξ, τριχός (πρβλ. πολύ-θριξ)].
Greek Monotonic
ποικῐλόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρίχωμα με βούλες, κατάστικτος, σε Ευρ.