πολυρροίβδητος: Difference between revisions

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, [[πολυδίνητος]], ή αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]] [[παράγοντας]] ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥοιβδῶ</i> «κινούμαι ορμητικά»].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, [[πολυδίνητος]], ή αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]] [[παράγοντας]] ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥοιβδῶ</i> «κινούμαι ορμητικά»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολυρροίβδητος:''' -ον, αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυρροίβδητος Medium diacritics: πολυρροίβδητος Low diacritics: πολυρροίβδητος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΙΒΔΗΤΟΣ
Transliteration A: polyrroíbdētos Transliteration B: polyrroibdētos Transliteration C: polyrroivditos Beta Code: polurroi/bdhtos

English (LSJ)

ον,

   A much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

πολυρροίβδητος: -ον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, σε Ανθ.