προκαταπαύω: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι | |mltxt=Α [[καταπαύω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] να σταματήσει [[κάτι]] εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)<br /><b>2.</b> [[καταπαύω]], [[σταματώ]] [[προτού]] να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», <b>Γαλ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 15 February 2019
English (LSJ)
A cause to cease before, τινος from . ., Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπαύω: καταπαύω, πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.
Greek Monolingual
Α καταπαύω
1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)
2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», Γαλ.).