προσωπείο: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(35) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / | |mltxt=το / προσωπεῖον ΝΜΑ [[[πρόσωπο]](<i>ν</i>)]<br /><b>1.</b> [[ομοίωμα]] προσώπου το οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί του θεάτρου ή χρησίμευε για [[κάλυψη]] του προσώπου τών [[νεκρών]] ή ως [[ανάθημα]] στους νεκρούς<br /><b>2.</b> [[προσποίηση]], υποκριτική [[εμφάνιση]] («προσωπεῖον εὐλαβείας», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσωπίδα]], [[μάσκα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> ειδική όψη και [[έκφραση]] του προσώπου, χαρακτηριστική διαφόρων παθολογικών καταστάσεων (α. «αδενοειδές [[προσωπείο]]» β. «ιπποκράτειο [[προσωπείο]]» γ. «μυοπαθητικό [[προσωπείο]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «του αφαιρέθηκε το [[προσωπείο]]» — αποκαλύφθηκε [[ποιος]] πραγματικά [[είναι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
το / προσωπεῖον ΝΜΑ [[[πρόσωπο]](ν)]
1. ομοίωμα προσώπου το οποίο φορούσαν οι ηθοποιοί του θεάτρου ή χρησίμευε για κάλυψη του προσώπου τών νεκρών ή ως ανάθημα στους νεκρούς
2. προσποίηση, υποκριτική εμφάνιση («προσωπεῖον εὐλαβείας», Ισίδ. Πηλ.)
νεοελλ.
1. προσωπίδα, μάσκα
2. ιατρ. ειδική όψη και έκφραση του προσώπου, χαρακτηριστική διαφόρων παθολογικών καταστάσεων (α. «αδενοειδές προσωπείο» β. «ιπποκράτειο προσωπείο» γ. «μυοπαθητικό προσωπείο»)
3. φρ. «του αφαιρέθηκε το προσωπείο» — αποκαλύφθηκε ποιος πραγματικά είναι.