ῥόμμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
(36)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[ῥόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥόφημα]] (&GT; <i>ῥόφμα</i> &GT; [[ρόμμα]]). Το ρ. [[ῥόφω]] που παραδίδει το <i>Μέγα Ετυμολογικόν</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα [[ῥόμμα]], [[ῥοπτός]].
|mltxt=τὸ, Α<br />το [[ῥόφημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του [[ῥόφημα]] (> <i>ῥόφμα</i> > [[ρόμμα]]). Το ρ. [[ῥόφω]] που παραδίδει το <i>Μέγα Ετυμολογικόν</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[επινόηση]] τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα [[ῥόμμα]], [[ῥοπτός]].
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόμμα Medium diacritics: ῥόμμα Low diacritics: ρόμμα Capitals: ΡΟΜΜΑ
Transliteration A: rhómma Transliteration B: rhomma Transliteration C: romma Beta Code: r(o/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (ῥόφω)

   A = ῥόφημα, Hp. ap. Gal.19.135.

German (Pape)

[Seite 848] τό, = ῥόφημα, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόμμα: τό, (ῥοφέω) = ῥόφημα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ῥόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός.