ῥηγεύς: Difference between revisions
From LSJ
(36) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rigeys | |Transliteration C=rigeys | ||
|Beta Code=r(hgeu/s | |Beta Code=r(hgeu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, (ῥῆγος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=έως, ὁ, (ῥῆγος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[dyer]], Sch.<span class="bibl">Il.9.661</span>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 29 June 2020
English (LSJ)
έως, ὁ, (ῥῆγος)
A dyer, Sch.Il.9.661, Hsch.
German (Pape)
[Seite 839] ὁ, Färber, Schol. Il. 9, 661.
Greek (Liddell-Scott)
ῥηγεύς: έως, ὁ, (ῥῆγος) βαφεύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, -έως, ὁ, Α
βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ-εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ- του ῥέζω(ΙΙ) «βάφω» (< ῥέγ-jω) με επίθημα -εύς (πρβλ. παγ-εύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ. χρυσοραγές), ῥηγεύς (πρβλ. λ. ῥῆγος) και ῥογεύς (με φωνηεντισμό -ο-)].