σίαλο: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σίελο]], το / [[σίαλον]] και σίελον, ΝΜΑ<br />το [[σάλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ιξώδες και κολλώδες [[υγρό]] στις αρθρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σι</i>- του αοριστ. τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>σίαἱ</i><br /><i>πτύσαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτύω]] / [[φτύνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πέτ</i>-<i>αλον</i>, <i>πτύ</i>-<i>αλον</i>). Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που συνδέεται πιθ. με το ρ. [[πτύω]]. Αντίθετα, η [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. ινδ. <i>ksĩvati</i> «[[φτύνω]]» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=και [[σίελο]], το / [[σίαλον]] και σίελον, ΝΜΑ<br />το [[σάλιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ιξώδες και κολλώδες [[υγρό]] στις αρθρώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σι</i>- του αοριστ. τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>σίαἱ</i><br /><i>πτύσαι</i> (<b>πρβλ.</b> [[πτύω]] / [[φτύνω]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλον</i> ([[πρβλ]]. [[πέταλον]], [[πτύαλον]]). Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που συνδέεται πιθ. με το ρ. [[πτύω]]. Αντίθετα, η [[σύνδεση]] της λ. με το αρχ. ινδ. <i>ksĩvati</i> «[[φτύνω]]» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 8 May 2023

Greek Monolingual

και σίελο, το / σίαλον και σίελον, ΝΜΑ
το σάλιο
αρχ.
ιξώδες και κολλώδες υγρό στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σι- του αοριστ. τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σίαἱ
πτύσαι (πρβλ. πτύω / φτύνω) + επίθημα -αλον (πρβλ. πέταλον, πτύαλον). Πρόκειται για ηχομιμητική λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων που συνδέεται πιθ. με το ρ. πτύω. Αντίθετα, η σύνδεση της λ. με το αρχ. ινδ. ksĩvati «φτύνω» δεν θεωρείται πιθανή].