σκαλιστήρι: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σκαλιστήριον]], ΝΑ<br />μικρού μεγέθους [[εργαλείο]] κατάλληλο για [[ελαφρά]] [[ανασκαφή]] του εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βασανισ</i>-<i>τήριον</i>)].
|mltxt=το / [[σκαλιστήριον]], ΝΑ<br />μικρού μεγέθους [[εργαλείο]] κατάλληλο για [[ελαφρά]] [[ανασκαφή]] του εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριον</i> ([[πρβλ]]. [[βασανιστήριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 11 May 2023

Greek Monolingual

το / σκαλιστήριον, ΝΑ
μικρού μεγέθους εργαλείο κατάλληλο για ελαφρά ανασκαφή του εδάφους, το οποίο χρησιμοποιείται στις κηπουρικές εργασίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].