σκήνος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
(37) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σκῆνος]], -ήνους και -ήνεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱνος Α<br />[[λείψανο]], [[σορός]] του ανθρώπου, [[σκήνωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> το [[σώμα]] του ανθρώπου ως [[κατοικία]] της ψυχής («ἐὰν ἡ [[ἐπίγειος]] ἡμῶν [[οἰκία]] | |mltxt=το / [[σκῆνος]], -ήνους και -ήνεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱνος Α<br />[[λείψανο]], [[σορός]] του ανθρώπου, [[σκήνωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατοικία]]<br /><b>2.</b> το [[σώμα]] του ανθρώπου ως [[κατοικία]] της ψυχής («ἐὰν ἡ [[ἐπίγειος]] ἡμῶν [[οἰκία]] τοῦ σκήνους καταλυθῇ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[πτώμα]] ζώου, [[ιδίως]] μοσχαριού ή ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[σκηνή]], [[κατά]] το [[γένος]] του συνώνυμου [[σῶμα]] και [[κατά]] τη [[μορφή]] τών ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κτῆνος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 15 February 2019
Greek Monolingual
το / σκῆνος, -ήνους και -ήνεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκᾱνος Α
λείψανο, σορός του ανθρώπου, σκήνωμα
αρχ.
1. κατοικία
2. το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής («ἐὰν ἡ ἐπίγειος ἡμῶν οἰκία τοῦ σκήνους καταλυθῇ», ΚΔ)
3. πτώμα ζώου, ιδίως μοσχαριού ή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σκηνή, κατά το γένος του συνώνυμου σῶμα και κατά τη μορφή τών ουδ. σε -ος (πρβλ. κτῆνος)].