σοφίστρια: Difference between revisions
From LSJ
(38) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σοφιστής]]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σοφιστής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σοφίστρια:''' ἡ, θηλ. του [[σοφιστής]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of σοφιστής, coined by Pl.Euthd.297c.
German (Pape)
[Seite 915] ἡ, fem. zu σοφιστής; Plat. Euthyd. 297 c; Suid. v. Ἀσπασία.
Greek (Liddell-Scott)
σοφίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ σοφιστής, πιθαν. χαλκευθὲν ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Εὐθυδ. 297D.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σοφιστής.
Greek Monotonic
σοφίστρια: ἡ, θηλ. του σοφιστής, σε Πλάτ.