σπάθησις: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[σπαθῶ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διασπάθιση]], [[σπατάλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να χτυπά [[κανείς]] το ύφασμα με τη [[σπάθη]] για να γίνει πιο πυκνό.
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ [[σπαθῶ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διασπάθιση]], [[σπατάλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />το να χτυπά [[κανείς]] το ύφασμα με τη [[σπάθη]] για να γίνει πιο πυκνό.
}}
{{elru
|elrutext='''σπάθησις:''' εως (ᾰ) ἡ прибивание утка бердом Arst.
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθησις Medium diacritics: σπάθησις Low diacritics: σπάθησις Capitals: ΣΠΑΘΗΣΙΣ
Transliteration A: spáthēsis Transliteration B: spathēsis Transliteration C: spathisis Beta Code: spa/qhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A striking the web with the σπάθη, Arist.Ph.243b6.    II squandering, Suid.

German (Pape)

[Seite 915] ἡ, das Schlagen u. Dichtmachen des Gewebes mit der σπάθη, Arist. phys. ausc. 7, 2. – Das Verzetteln, Vergeuden, die Verschwendung, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σπάθησις: ἡ, τὸ πλήττειν τὸ ὕφασμα διὰ τῆς σπάθης, ἡ διὰ τῆς σπάθης πύκνωσις τοῦ ὑφάσματος, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4. ΙΙ. σπατάλη, Σουΐδ.· ἐντεῦθεν σπαθητής, οῦ, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ σπαθῶ
μσν.
διασπάθιση, σπατάλη
αρχ.
το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό.

Russian (Dvoretsky)

σπάθησις: εως (ᾰ) ἡ прибивание утка бердом Arst.