σταθηρός: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σταθερός]]. | |mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[σταθερός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σταθηρός:''' Arst. = [[σταθερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:44, 1 January 2019
English (LSJ)
στᾰθηρότης, late forms of σταθερός, σταθερότης, the former in Ph.1.244, Iamb.Comm.Math.34 (Adv.
A -ρῶς Mich.in EN 592.24), the latter in Eustr.in EN98.33.
German (Pape)
[Seite 927] = σταθερός, E. M; μεσημβρίας σταθηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v. l.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰθηρός: σταθηρότης, μεταγενέστ. τύποι τῶν σταθερός, σταθερότης, S häf. εἰς Διον. Ἁλ. π. π. Συνθ. σ. 338.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
βλ. σταθερός.
Russian (Dvoretsky)
σταθηρός: Arst. = σταθερός.