Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στηθαίο: Difference between revisions

From LSJ

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
(38)
 
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / στηθαῑον, ΝΜΑ<br />προστατευτικό [[προτείχισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προπέτασμα]] οχυρώματος [[πίσω]] από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν<br /><b>2.</b> κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό [[κατασκεύασμα]] προστασίας από [[πτώση]] [[μπροστά]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], ύψους [[περίπου]] ώς το [[στήθος]], αλλ. [[θωράκιο]], κν. [[παραπέτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προμαχώνας]], [[έπαλξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. <i>στηθαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i>)].
|mltxt=το / στηθαῖον, ΝΜΑ<br />προστατευτικό [[προτείχισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προπέτασμα]] οχυρώματος [[πίσω]] από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν<br /><b>2.</b> κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό [[κατασκεύασμα]] προστασίας από [[πτώση]] [[μπροστά]] ή [[γύρω]] από [[κάτι]], ύψους [[περίπου]] ώς το [[στήθος]], αλλ. [[θωράκιο]], κν. [[παραπέτο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προμαχώνας]], [[έπαλξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. <i>στηθαῖος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στῆθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

το / στηθαῖον, ΝΜΑ
προστατευτικό προτείχισμα
νεοελλ.
1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν
2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ. θωράκιο, κν. παραπέτο
μσν.-αρχ.
προμαχώνας, έπαλξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. ενός, αμάρτυρου στην Αρχαία, επιθ. στηθαῖος (< στῆθος + -αῖος)].