στλέγγισμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στέλγισμα]], -ίσματος, τὸ, Α [[στλεγγίζω]]<br />ο [[ρύπος]] που αποξέεται με τη [[βοήθεια]] της στλεγγίδας, το [[απόμαγμα]].
|mltxt=και [[στέλγισμα]], -ίσματος, τὸ, Α [[στλεγγίζω]]<br />ο [[ρύπος]] που αποξέεται με τη [[βοήθεια]] της στλεγγίδας, το [[απόμαγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''στλέγγισμα:''' ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στλέγγισμα Medium diacritics: στλέγγισμα Low diacritics: στλέγγισμα Capitals: ΣΤΛΕΓΓΙΣΜΑ
Transliteration A: stléngisma Transliteration B: stlengisma Transliteration C: stleggisma Beta Code: stle/ggisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A like γλοιός, the oil and dirt scraped off by the στλεγγίς, Arist.Mir.839b25; in form στέλγισμα, Lyc. 874.

German (Pape)

[Seite 945] τό, seltener στέλγισμα, der mit der Streichplatte, στλεγγίς, abgeriebene Schmutz, Schweiß mit Oel vermischt; Lycophr. 874; Strab.

Greek (Liddell-Scott)

στλέγγισμα: τό, ὡς τὸ γλοιός, τὸ ἔλαιον καὶ ὁ ῥύπος, τὰ ἀποξέσματα διὰ τῆς στλεγγίδος, Λατ. strigmenm, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 105· ἐν τῷ τύπῳ στέλγισμα, Λυκόφρ. 874.

Greek Monolingual

και στέλγισμα, -ίσματος, τὸ, Α στλεγγίζω
ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια της στλεγγίδας, το απόμαγμα.

Russian (Dvoretsky)

στλέγγισμα: ατος τό снимаемая скребком грязь Arst.