στοργικός: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(38) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=storgikos | |Transliteration C=storgikos | ||
|Beta Code=storgiko/s | |Beta Code=storgiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense" | |Definition=ή, όν, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> v.l. for [[στερκτικός]] in <span class="bibl">Gal.<span class="title">Nat.Fac.</span>1.12</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στοργικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στοργή]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που τρέφει [[στοργή]], που συμπεριφέρεται με [[στοργή]] («στοργική [[μητέρα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[στοργή]] (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική [[στάση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στοργικώς</i> και <i>στοργικά</i> Ν<br />με στοργικό τρόπο, με [[στοργικότητα]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στοργικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στοργή]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) αυτός που τρέφει [[στοργή]], που συμπεριφέρεται με [[στοργή]] («στοργική [[μητέρα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με [[στοργή]] (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική [[στάση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στοργικώς</i> και <i>στοργικά</i> Ν<br />με στοργικό τρόπο, με [[στοργικότητα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:05, 11 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A v.l. for στερκτικός in Gal.Nat.Fac.1.12.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στοργικός, -ή, -όν, ΝΑ στοργή
(για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»).
επίρρ...
στοργικώς και στοργικά Ν
με στοργικό τρόπο, με στοργικότητα.