στοργικός

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοργικός Medium diacritics: στοργικός Low diacritics: στοργικός Capitals: ΣΤΟΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: storgikós Transliteration B: storgikos Transliteration C: storgikos Beta Code: storgiko/s

English (LSJ)

στοργική, στοργικόν, v.l. for στερκτικός in Gal.Nat.Fac.1.12.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στοργικός, -ή, -όν, ΝΑ στοργή
(για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα»)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»).
επίρρ...
στοργικώς και στοργικά Ν
με στοργικό τρόπο, με στοργικότητα.