στροβιλός: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(38)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[στρόβιλος]] ως επίθ.].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[στρόβιλος]] ως επίθ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στροβῑλός:''' -ή, -όν ([[στρόβος]]), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλός Medium diacritics: στροβιλός Low diacritics: στροβιλός Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ
Transliteration A: strobilós Transliteration B: strobilos Transliteration C: strovilos Beta Code: strobilo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A whirling, λιγνύς cj. in AP15.25 (Besant.Ara).

German (Pape)

[Seite 955] wie στροβελός, στράβαλος, στρεβλός, gedreht, sich im Kreise drehend, wirbelnd, λιγνύς Dosiad. ara 1 (XV, 25), wo aber στροβίλῳ λιγνύϊ steht.

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλός: -ή, -όν, ὁ περιδινούμενος, περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 15.25.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. στρόβιλος ως επίθ.].

Greek Monotonic

στροβῑλός: -ή, -όν (στρόβος), αυτός που περιδινίζεται, που περιστρέφεται, περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Ανθ.