συγγενοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγενοκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.
|lstext='''συγγενοκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγγενής]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγενοκτόνος Medium diacritics: συγγενοκτόνος Low diacritics: συγγενοκτόνος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: syngenoktónos Transliteration B: syngenoktonos Transliteration C: syggenoktonos Beta Code: suggenokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)

   A slaying one's kindred, Tz H.9.391.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενοκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.