συγκατατάσσω: Difference between revisions
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=disposer avec <i>ou</i> ensemble ; <i>Pass.</i> être disposé harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατατάσσω]]. | |btext=disposer avec <i>ou</i> ensemble ; <i>Pass.</i> être disposé harmonieusement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατατάσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα<br />τατάττω Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[μαζί]] με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν [[φάλαγγα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συγκαταριθμώ]] («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκατατάσσομαι</i><br />κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα<br />τατάττω Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[μαζί]] με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν [[φάλαγγα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συγκαταριθμώ]] («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκατατάσσομαι</i><br />κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.). | |mltxt=ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα<br />τατάττω Α<br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[μαζί]] με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν [[φάλαγγα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκαταλέγω]], [[συγκαταριθμώ]] («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συγκατατάσσομαι</i><br />κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. συγκατατάττω,
A arrange or draw up together, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα X.Cyr. 6.3.32: metaph., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτῶν φιλίαν Polyaen.5.2.22; take into account, τὴν πρώτην ἡμέραν . . Ph.1.692; classify with, Paul.Aeg. 2.11:—Pass., range oneself beside, μετὰ Ἀθηναίων IG22.237.12 (iv B.C.): metaph., to be arranged harmoniously, M.Ant.7.9.
German (Pape)
[Seite 966] att. -ττω, mit od. zugleich anordnen, Xen. Cyr. 6, 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατάσσω: Ἀττικ. -ττω, κατατάσσω ὁμοῦ, συγχρόνως, τινὰς εἰς τὴν φάλαγγα Ξεν. Κύρ. 6. 3, 32· μεταφορ., σ. τινὰ εἰς τὴν ἑαυτοῦ φιλίαν Πολύαιν. 5, 2, 22. ― Παθ., κατατάσσομαι ἁρμονικῶς, Μᾶρκ. Ἀντων. 7. 9.
French (Bailly abrégé)
disposer avec ou ensemble ; Pass. être disposé harmonieusement.
Étymologie: σύν, κατατάσσω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα
τατάττω Α
1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.)
2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.)
αρχ.
παθ. συγκατατάσσομαι
κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ και αττ. τ. συγκα
τατάττω Α
1. κατατάσσω μαζί με άλλους ή με άλλα («τὴν τῶν ἱππέων χιλιοστὺν... μὴ συγκαταταττετε εἰς τὴν φάλαγγα», Ξεν.)
2. μτφ. συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ («πρὸς αιμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει», Φώτ.)
αρχ.
παθ. συγκατατάσσομαι
κατατάσσομαι αρμονικά («συγκατέτακται γάρ, καὶ συγκοσμεῑ τὸν αὐτὸν κόσμον», Μάρκ. Αυρ.).