συγκλονίζω: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ<br />[[κλονίζω]] συθέμελα, [[σείω]], [[συνταράσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προξενώ]] έντονη [[συγκίνηση]], [[προξενώ]] [[βαθιά]] ψυχική [[ταραχή]] («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλονίζω]] «[[σείω]], [[τραντάζω]]»]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />[[κλονίζω]] συθέμελα, [[σείω]], [[συνταράσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προξενώ]] έντονη [[συγκίνηση]], [[προξενώ]] [[βαθιά]] ψυχική [[ταραχή]] («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλονίζω]] «[[σείω]], [[τραντάζω]]»]. | |mltxt=ΝΑ<br />[[κλονίζω]] συθέμελα, [[σείω]], [[συνταράσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[προξενώ]] έντονη [[συγκίνηση]], [[προξενώ]] [[βαθιά]] ψυχική [[ταραχή]] («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλονίζω]] «[[σείω]], [[τραντάζω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
ΝΑ
κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω
νεοελλ.
μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλονίζω «σείω, τραντάζω»].
Greek Monolingual
ΝΑ
κλονίζω συθέμελα, σείω, συνταράσσω
νεοελλ.
μτφ. προξενώ έντονη συγκίνηση, προξενώ βαθιά ψυχική ταραχή («τα νέα που μού είπες μέ συγκλόνισαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλονίζω «σείω, τραντάζω»].