συγκολλώ: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκολλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκολλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον. | |mltxt=συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [[κολλῶ]]<br />[[συνδέω]] με [[κόλλα]] ή με [[άλλη]] συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο [[μέταλλο]], δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου [[μεταξύ]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[συνθέτω]] («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκολλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />α) (για [[πληγή]]) επουλώνομαι<br />β) <b>μτφ.</b> [[συνδέομαι]] φιλικά με κάποιον. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 29 September 2017
Greek Monolingual
συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, -άομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.
Greek Monolingual
συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α κολλῶ
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, -άομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.