συκώτι: Difference between revisions
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(39) |
(39) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | |||
|mltxt=και [[σκώτι]] και [[σηκώτι]] και [[σκότι]], το, Ν<br /><b>1.</b> το [[ήπαρ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μού 'πρήξε το [[συκώτι]]»<br />i) με στενοχώρησε πολύ<br />ii) με κούρασε με την [[πολυλογία]] του<br />β) «θα σού φάω το [[συκώτι]]» — θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά<br />γ) «έβγαλε τα συκώτια του» — είχε ακατάσχετο εμετό<br />δ) «δεν [[χαλάω]] το [[συκώτι]] μου» — δεν στενοχωριέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ήπαρ]]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σκώτι]] και [[σηκώτι]] και [[σκότι]], το, Ν<br /><b>1.</b> το [[ήπαρ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μού 'πρήξε το [[συκώτι]]»<br />i) με στενοχώρησε πολύ<br />ii) με κούρασε με την [[πολυλογία]] του<br />β) «θα σού φάω το [[συκώτι]]» — θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά<br />γ) «έβγαλε τα συκώτια του» — είχε ακατάσχετο εμετό<br />δ) «δεν [[χαλάω]] το [[συκώτι]] μου» — δεν στενοχωριέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ήπαρ]]]. | |mltxt=και [[σκώτι]] και [[σηκώτι]] και [[σκότι]], το, Ν<br /><b>1.</b> το [[ήπαρ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «μού 'πρήξε το [[συκώτι]]»<br />i) με στενοχώρησε πολύ<br />ii) με κούρασε με την [[πολυλογία]] του<br />β) «θα σού φάω το [[συκώτι]]» — θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά<br />γ) «έβγαλε τα συκώτια του» — είχε ακατάσχετο εμετό<br />δ) «δεν [[χαλάω]] το [[συκώτι]] μου» — δεν στενοχωριέμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ήπαρ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
Greek Monolingual
και σκώτι και σηκώτι και σκότι, το, Ν
1. το ήπαρ
2. φρ. α) «μού 'πρήξε το συκώτι»
i) με στενοχώρησε πολύ
ii) με κούρασε με την πολυλογία του
β) «θα σού φάω το συκώτι» — θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά
γ) «έβγαλε τα συκώτια του» — είχε ακατάσχετο εμετό
δ) «δεν χαλάω το συκώτι μου» — δεν στενοχωριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήπαρ].
Greek Monolingual
και σκώτι και σηκώτι και σκότι, το, Ν
1. το ήπαρ
2. φρ. α) «μού 'πρήξε το συκώτι»
i) με στενοχώρησε πολύ
ii) με κούρασε με την πολυλογία του
β) «θα σού φάω το συκώτι» — θα σέ εκδικηθώ πολύ σκληρά
γ) «έβγαλε τα συκώτια του» — είχε ακατάσχετο εμετό
δ) «δεν χαλάω το συκώτι μου» — δεν στενοχωριέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήπαρ].