συμμιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμιαίνω''': [[μιαίνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 10).
|lstext='''συμμιαίνω''': [[μιαίνω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 10).
}}
{{grml
|mltxt=Α [[μιαίνω]]<br />[[μιαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μιαίνω]]<br />[[μιαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
|mltxt=Α [[μιαίνω]]<br />[[μιαίνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμῐαίνω Medium diacritics: συμμιαίνω Low diacritics: συμμιαίνω Capitals: ΣΥΜΜΙΑΙΝΩ
Transliteration A: symmiaínō Transliteration B: symmiainō Transliteration C: symmiaino Beta Code: summiai/nw

English (LSJ)

   A defile together with, τινι LXX Ba.3.10, J.BJ4.6.3.

German (Pape)

[Seite 982] mit. od. zugleich besudeln, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

συμμιαίνω: μιαίνω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3, Ἑβδ. (Βαροὺχ Γ΄, 10).

Greek Monolingual

Α μιαίνω
μιαίνω κάτι από κοινού με άλλον.

Greek Monolingual

Α μιαίνω
μιαίνω κάτι από κοινού με άλλον.