συμβρύκω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβρύκω''': [ῡ], [[τρίζω]], [[συγκρούω]], συμβρύξασα ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 194.
|lstext='''συμβρύκω''': [ῡ], [[τρίζω]], [[συγκρούω]], συμβρύξασα ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 194.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τρίζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρύκω]] «[[τρίζω]] τα δόντια»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τρίζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρύκω]] «[[τρίζω]] τα δόντια»].
|mltxt=Α<br />[[τρίζω]] [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βρύκω]] «[[τρίζω]] τα δόντια»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβρύκω Medium diacritics: συμβρύκω Low diacritics: συμβρύκω Capitals: ΣΥΜΒΡΥΚΩ
Transliteration A: symbrýkō Transliteration B: symbrykō Transliteration C: symvryko Beta Code: sumbru/kw

English (LSJ)

[ῡ],

   A gnash, ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Iamb.VP31.194.

German (Pape)

[Seite 980] τοὺς ὀδόντας, die Zähne zusammenbeißen, Iambl. V. P. 194.

Greek (Liddell-Scott)

συμβρύκω: [ῡ], τρίζω, συγκρούω, συμβρύξασα ἐπὶ τῆς γλώσσης τοὺς ὀδόντας Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 194.

Greek Monolingual

Α
τρίζω μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρύκω «τρίζω τα δόντια»].

Greek Monolingual

Α
τρίζω μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + βρύκω «τρίζω τα δόντια»].