συμπεθεριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν.
|mltxt=[[συμπενθεριάζω]] ΝΜ [[συμπε</i>(<i>ν</i>)<i>θερία]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[συμπέθερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ. φρ.</b> «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι [[κάθε]] [[άνθρωπος]] συναναστρέφεται με τους ομοίους του, [[δηλαδή]] με εκείνους που του ταιριάζουν.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

συμπενθεριάζω ΝΜ [[συμπε(ν)θερία]]
είμαι ή γίνομαι συμπέθερος
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που του ταιριάζουν.

Greek Monolingual

συμπενθεριάζω ΝΜ [[συμπε(ν)θερία]]
είμαι ή γίνομαι συμπέθερος
νεοελλ.
παροιμ. φρ. «αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε» — δηλώνει ότι κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται με τους ομοίους του, δηλαδή με εκείνους που του ταιριάζουν.