συμπεριπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
(39) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμπεριπίπτω''': [[περιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50. | |lstext='''συμπεριπίπτω''': [[περιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[περιπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[περιπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως. | |mltxt=Α [[περιπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με άλλον, ξαπλώνομαι συγχρόνως. | ||
}} | }} |