συμπεριπλέκομαι: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=Α [[περιπλέκομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλέκομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ [[γόης]]», Επιφάν.).
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[περιπλέκομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλέκομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ [[γόης]]», Επιφάν.).
|mltxt=Α [[περιπλέκομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλέκομαι [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[συνευρίσκομαι]] ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ [[γόης]]», Επιφάν.).
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Greek Monolingual

Α περιπλέκομαι
1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους
2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.).

Greek Monolingual

Α περιπλέκομαι
1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους
2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.).