συναποκλείω: Difference between revisions
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναποκλείω''': [[ἀποκλείω]] ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.). | |lstext='''συναποκλείω''': [[ἀποκλείω]] ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.). | |mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A shut up altogether, LXX 1 Ki.1.5,6 cod. A.
German (Pape)
[Seite 1002] mit verschließen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκλείω: ἀποκλείω ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.).
Greek Monolingual
ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).
Greek Monolingual
ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).