συναποφύω: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(39)
(39)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=sunapofu/w
|Beta Code=sunapofu/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cause to branch off with</b>, of blood-vessels, <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>4.11</span>:—Pass., ib.<span class="bibl">10.2</span>, al.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cause to branch off with</b>, of blood-vessels, <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>4.11</span>:—Pass., ib.<span class="bibl">10.2</span>, al.</span>
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[συναποφύομαι]]<br />[[συνεκφύομαι]], εκφύομαι [[μαζί]] με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῡς μήνιγγος», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποφύω]] «[[φυτρώνω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[συναποφύομαι]]<br />[[συνεκφύομαι]], εκφύομαι [[μαζί]] με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῡς μήνιγγος», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποφύω]] «[[φυτρώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[συναποφύομαι]]<br />[[συνεκφύομαι]], εκφύομαι [[μαζί]] με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῡς μήνιγγος», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποφύω]] «[[φυτρώνω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποφύω Medium diacritics: συναποφύω Low diacritics: συναποφύω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΦΥΩ
Transliteration A: synapophýō Transliteration B: synapophyō Transliteration C: synapofyo Beta Code: sunapofu/w

English (LSJ)

   A cause to branch off with, of blood-vessels, Gal. UP4.11:—Pass., ib.10.2, al.

Greek Monolingual

Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].

Greek Monolingual

Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῑς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῑρα της χονδροειδοῡς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].