συνδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021.
|lstext='''συνδῐδάσκω''': [[διδάσκω]] [[ὁμοῦ]], ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[διδάσκω]]<br />(για τραγικό ποιητή) [[παρουσιάζω]] δραματικό [[έργο]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[διδάσκω]]<br />(για τραγικό ποιητή) [[παρουσιάζω]] δραματικό [[έργο]] ταυτόχρονα με άλλον.
|mltxt=Α [[διδάσκω]]<br />(για τραγικό ποιητή) [[παρουσιάζω]] δραματικό [[έργο]] ταυτόχρονα με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐδάσκω Medium diacritics: συνδιδάσκω Low diacritics: συνδιδάσκω Capitals: ΣΥΝΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: syndidáskō Transliteration B: syndidaskō Transliteration C: syndidasko Beta Code: sundida/skw

English (LSJ)

   A produce together with, of a drama, Sch.Ar.Th.1021, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.31.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. διδάσκω), mit, zugleich lehren (?).

Greek (Liddell-Scott)

συνδῐδάσκω: διδάσκω ὁμοῦ, ἐν τῷ παθητ., «συνδεδίδακται γὰρ τῇ Ἑλένῃ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 1021.

Greek Monolingual

Α διδάσκω
(για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον.

Greek Monolingual

Α διδάσκω
(για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον.