συνεπίσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(39)
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπίσκοπος''': ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐπισκοπῶν, ἐπιβλέπων, ὁ καὶ αὐτὸς [[ἐπίσκοπος]] ὤν, [[συνάδελφος]] ἐπισκόπου, Ἀθαν. τ. 1, σ. 444, 567, κλπ.
|lstext='''συνεπίσκοπος''': ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐπισκοπῶν, ἐπιβλέπων, ὁ καὶ αὐτὸς [[ἐπίσκοπος]] ὤν, [[συνάδελφος]] ἐπισκόπου, Ἀθαν. τ. 1, σ. 444, 567, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ἐπίσκοπος]]<br />ο [[επίσης]] [[επίσκοπος]], αυτός που [[είναι]] [[επίσκοπος]] συγχρόνως με άλλον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ἐπίσκοπος]]<br />ο [[επίσης]] [[επίσκοπος]], αυτός που [[είναι]] [[επίσκοπος]] συγχρόνως με άλλον.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ἐπίσκοπος]]<br />ο [[επίσης]] [[επίσκοπος]], αυτός που [[είναι]] [[επίσκοπος]] συγχρόνως με άλλον.
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

συνεπίσκοπος: ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐπισκοπῶν, ἐπιβλέπων, ὁ καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος ὤν, συνάδελφος ἐπισκόπου, Ἀθαν. τ. 1, σ. 444, 567, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ἐπίσκοπος
ο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ἐπίσκοπος
ο επίσης επίσκοπος, αυτός που είναι επίσκοπος συγχρόνως με άλλον.