συνεκλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(39)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκλαμβάνω''': [[λαμβάνω]] ἔξω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ [[ὁμοῦ]], Βυζ.
|lstext='''συνεκλαμβάνω''': [[λαμβάνω]] ἔξω [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ [[ὁμοῦ]], Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[εννοώ]] συγχρόνως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκλαμβάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)<br /><b>2.</b> [[μισθώνω]] φόρους [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκλαμβάνω]] «[[αντιλαμβάνομαι]], [[παίρνω]], [[αρπάζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκλαμβάνω Medium diacritics: συνεκλαμβάνω Low diacritics: συνεκλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΕΚΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: syneklambánō Transliteration B: syneklambanō Transliteration C: syneklamvano Beta Code: suneklamba/nw

English (LSJ)

   A take out together with, τινί τι Ptol.Harm.2.3 (Pass.).    II farm taxes with, σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος UPZ114.16 (ii B.C., συνεγ-).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλαμβάνω: λαμβάνω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ ὁμοῦ, Βυζ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].