συνεπικουρώ: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[επικουρώ]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[είμαι]] [[επίσης]] [[δορυφόρος]] [[μαζί]] με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικουρῶ</i> «[[βοηθώ]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[επικουρώ]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[είμαι]] [[επίσης]] [[δορυφόρος]] [[μαζί]] με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικουρῶ</i> «[[βοηθώ]]»].
|mltxt=-έω, ΜΑ<br />[[επικουρώ]] κάποιον σε [[συνεργασία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>αστρολ.</b> (για πλανήτες) [[είμαι]] [[επίσης]] [[δορυφόρος]] [[μαζί]] με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπικουρῶ</i> «[[βοηθώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
επικουρώ κάποιον σε συνεργασία με κάποιον άλλο
αρχ.
αστρολ. (για πλανήτες) είμαι επίσης δορυφόρος μαζί με άλλον («ἡλίῳ συμφωνεῑν καὶ συνεπικουρεῑν φασὶ Κρόνον τε καὶ Δία», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικουρῶ «βοηθώ»].