συγκατασπώ: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[παρασύρω]] [[μαζί]], [[συμπαρασύρω]] («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]] («τὸ [[ἄγκιστρον]] τῷ δελέατι συγκατασπάσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκατασπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br /><b>πιθ.</b> υπάγομαι στην [[κυριαρχία]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κατασπῶ</i> «[[έλκω]], [[σύρω]], [[τραβώ]], [[καταβροχθίζω]]»].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[παρασύρω]] [[μαζί]], [[συμπαρασύρω]] («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]] («τὸ [[ἄγκιστρον]] τῷ δελέατι συγκατασπάσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκατασπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br /><b>πιθ.</b> υπάγομαι στην [[κυριαρχία]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κατασπῶ</i> «[[έλκω]], [[σύρω]], [[τραβώ]], [[καταβροχθίζω]]»].
|mltxt=-άω, Α<br /><b>1.</b> [[παρασύρω]] [[μαζί]], [[συμπαρασύρω]] («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταπίνω]], [[καταβροχθίζω]] («τὸ [[ἄγκιστρον]] τῷ δελέατι συγκατασπάσας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συγκατασπῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br /><b>πιθ.</b> υπάγομαι στην [[κυριαρχία]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κατασπῶ</i> «[[έλκω]], [[σύρω]], [[τραβώ]], [[καταβροχθίζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:25, 27 September 2022

Greek Monolingual

-άω, Α
1. παρασύρω μαζί, συμπαρασύρω («ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾱσθε», Λουκιαν.)
2. καταπίνω, καταβροχθίζω («τὸ ἄγκιστρον τῷ δελέατι συγκατασπάσας», Λουκιαν.)
3. παθ. συγκατασπῶμαι, -άομαι
πιθ. υπάγομαι στην κυριαρχία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατασπῶ «έλκω, σύρω, τραβώ, καταβροχθίζω»].