συγχαρητήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(39)
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=-α, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζει [[συμμετοχή]] στη [[χαρά]] του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει [[κανείς]] («συγχαρητήριο [[τηλεγράφημα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[συγχαρητήρια]]<br />[[έκφραση]] χαράς, [[προφορικώς]] ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο [[γεγονός]] που του συνέβη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συγχαρη</i>- του αορ. <i>συγχάρηκα</i> του [[συγχαίρω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κινη</i>-<i>τήριος</i>). Ο τ. [[συγχαρητήρια]] μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκ. Δ. Βυζαντίου].
}}
}}

Revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινη-τήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινη-τήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].