Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκυριότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] ή το [[δικαίωμα]] του συγκυρίου, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[κυριότητα]] ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους [[κατά]] το [[ποσοστό]] της αναλογίας που ο [[καθένας]] έχει σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκύριος]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συγκυριότης</i>, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα του συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον
2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό της αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκύριος. Η λ., στον λόγιο τ. συγκυριότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη].