συγκινώ: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=συγκινῶ, -έω, ΝΑ [[κινῶ]]<br />[[ταράζω]] κάποιον ψυχικά, [[διεγείρω]] τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, [[προξενώ]] [[συναίσθημα]] λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταράσσω]] («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] ένα [[μίγμα]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συγκινῶ, -έω, ΝΑ [[κινῶ]]<br />[[ταράζω]] κάποιον ψυχικά, [[διεγείρω]] τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, [[προξενώ]] [[συναίσθημα]] λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταράσσω]] («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] ένα [[μίγμα]].
|mltxt=συγκινῶ, -έω, ΝΑ [[κινῶ]]<br />[[ταράζω]] κάποιον ψυχικά, [[διεγείρω]] τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, [[προξενώ]] [[συναίσθημα]] λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταράσσω]] («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[ανακινώ]], [[αναταράσσω]] ένα [[μίγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 27 September 2022

Greek Monolingual

συγκινῶ, -έω, ΝΑ κινῶ
ταράζω κάποιον ψυχικά, διεγείρω τον συναισθηματικό κόσμο κάποιου, προξενώ συναίσθημα λύπης ή χαράς («συγκινήθηκα πολύ όταν τον είδα»)
αρχ.
1. συνταράσσω («συνεκίνησάν τε τὸν λαὸν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους», ΚΔ)
2. ανακινώ, αναταράσσω ένα μίγμα.