συγύρισμα: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, Ν [[συγυρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συγυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επίπληξη]], [[κατσάδιασμα]], [[τιμωρία]]. | |mltxt=το, Ν [[συγυρίζω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[συγυρίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επίπληξη]], [[κατσάδιασμα]], [[τιμωρία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:30, 27 September 2022
Greek Monolingual
το, Ν συγυρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγυρίζω
2. μτφ. επίπληξη, κατσάδιασμα, τιμωρία.